κεφαλοκλισία

κεφαλοκλισία
κεφαλοκλισία, ἡ (Μ)
η κλίση τής κεφαλής στην εκκλησία όταν ο ιερέας διαβάζει μυστικά προσευχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)-* + -κλισία (< κλίσις < κλίνω «ρέπω»), πρβλ. γονυ-κλισία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”